παραμηκέως

παραμηκέως
παραμήκης
oblong
adverbial (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραμήκης — άμηκες, Α 1. αυτός που έχει μακρύ σχήμα, επιμήκης («τὸ δὲ τρῆμα τοῡ σανιδώματος ἦν παράμηκες», Πολ.) 2. εκτεταμένος 3. αυτός που εκτείνεται σε ένα συγκεκριμένο μήκος («παραμήκης ὅσον ἑξήκοντα σταδίων τὸ μῆκος», Στράβ.) 4. (για νησί) αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”